τσουκάλα


τσουκάλα
Προφορά

Ετυμολογία
τσουκάλα μεγεθ. του τσουκάλι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τσουκάλα

✦ μεγάλο τσουκάλι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.