τσουγκρίζω


τσουγκρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
τσουγκρίζω συγκρίζω

Ερμηνεία
ρήμα τσουγκρίζω

✦ χτυπώ ελαφρά ένα αντικείμενο σ’ ένα άλλο, συν. όμοιο: γέμισε τα ποτήρια, τα τσουγκρίσαμε κι αρχίσαμε να πίνουμε (Γ. Θεοτοκάς) – τσουγκρίζουμε τα πασχαλινά αβγά
✦ φρ. τα τσούγκρισαν, τσακώθηκαν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.