τσιτσίρισμα


τσιτσίρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
τσιτσίρισμα τσιτσιρίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τσιτσίρισμα

✦ ο συριστικός ήχος από κρέας ή άλλη ουσία που καίγεται
(μτφ. ) αργός και συνεχής βασανισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.