τσιμεντοποίηση
Προφορά
Ετυμολογία
τσιμεντοποίηση τσιμέντο + -ποιηση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τσιμεντοποίηση
✦ μετατροπή του τσιμέντου ή άλλου υλικού σε εξαιρετικά σκληρή μάζα
✦ η μετατροπή ενός ελεύθερου, και συν. με πράσινο, χώρου σε χώρο με πυκνά και πολυώροφα κτίρια: άλλη μια δασική έκταση στην Αττική γλιτώνει την τσιμεντοποίηση με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ελευθεροτυπία)
✦ (συνεκδ.) η πυκνή δόμηση σε μια περιοχή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–