τσιμέντο
Προφορά
Ετυμολογία
τσιμέντο └ιταλ┘cemento
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τσιμέντο
✦ οικοδομικό υλικό σε μορφή σκόνης, που παράγεται από άσβεστο αναμεμειγμένη με οξείδια του πυριτίου, του αργιλίου, του σιδήρου και όταν αναμειχθεί με το νερό στερεοποιείται σε εξαιρετικά σκληρή μάζα
✦ (συνεκδ.) τσιμεντένιο δάπεδο
✦ φρ. τσιμέντο να γίνει, δηλωτική πλήρους αδιαφορίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–