τσιληπουρδίζω


τσιληπουρδίζω
Προφορά

Ετυμολογία
τσιληπουρδίζω μεσαιωνική ελληνική τσιληπουρδῶ

Ερμηνεία
τσιληπουρδίζω

✦ κ. τσιλη(μ)πουρδίζω ρ. συμπεριφέρομαι με αναίδεια, αυθαδιάζω
✦ ατακτώ, ιδ. στα ερωτικά

Συνώνυμα
μουρνταρεύω, μπερμπαντεύω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.