τσιγκλώ


τσιγκλώ
Προφορά

Ετυμολογία
τσιγκλώ τσίγκλα, σιδερένιος πήχης που τεντώνει το υφαντό στον αργαλειό

Ερμηνεία
τσιγκλώ

✦ -άς, -ά κ. τσιγκλίζω ρ. κεντρίζω ζώο
(μτφ. ) ερεθίζω με λόγια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.