τσιγκέλι
Προφορά
Ετυμολογία
τσιγκέλι └τουρκ┘cengel
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τσιγκέλι
✦ σιδερένιο άγκιστρο, ιδ. για κρέμασμα κρεάτων
✦ σιδερένιο εργαλείο με άγκιστρα για το τράβηγμα αντικειμένου από πηγάδι
✦ φρ. με το τσιγκέλι του τα παίρνεις, για άνθρωπο ολιγόλογο ή που ομολογεί με δυσκολία ή με εξαναγκασμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–