τσιγγάνος


τσιγγάνος
Προφορά

Ετυμολογία
τσιγγάνος μεσαιωνική ελληνική Τσιγγάνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τσιγγάνος

✦ θηλ. τσιγγάνα άτομο της νομαδικής φυλής των αθιγγάνων, γύφτος, ατσίγγανος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.