τσιγαριλίκι
Προφορά
Ετυμολογία
τσιγαριλίκι τσιγάρο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τσιγαριλίκι
✦ το στριφτό τσιγάρο με χασίς ή μαριχουάνα: η ένταση είναι ανάλογη με τη δόση, τον τρόπο χρήσης, τσιγαριλίκι… ναργιλές (Κλικ)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–