τσιγάρο


τσιγάρο
Προφορά

Ετυμολογία
τσιγάρο └ιταλ┘cigaro και sigaro

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τσιγάρο

✦ κομμένος καπνός τυλιγμένος σε ειδικό χαρτί σε σχήμα μικρού κυλίνδρου, σιγαρέτο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.