τσεχικός


τσεχικός
Προφορά

Ετυμολογία
τσεχικός Τσέχος

Ερμηνεία
τσεχικός

✦ -ή, -ό κ. τσέχικος, -η, -ο επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τσέχους
✦ πληθ. ουδ. ως ουσ., η επίσημη γλώσσα της Τσεχίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.