τσεκουρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
τσεκουρώνω τσεκούρι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τσεκουρώνω
✦ χτυπώ με τσεκούρι: κι ουδέ σηκώνανε πια με όρεξη το χέρι τους, να τσεκουρώσουνε τα δέντρα (Πετσάλης – Διομήδης)
✦ (μτφ. ) τιμωρώ αυστηρά
✦ (μτφ. ) απορρίπτω μαθητές στις εξετάσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–