τσεκάρισμα


τσεκάρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
τσεκάρισμα τσεκάρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τσεκάρισμα

✦ έλεγχος, σημάδεμα ονομάτων ή αντικειμένων που είναι γραμμένα σε κατάσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.