τσαλαπετεινός


τσαλαπετεινός
Προφορά

Ετυμολογία
τσαλαπετεινός τσαλί (= θάμνος) + πετεινός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τσαλαπετεινός

✦ είδος πουλιού, έποψ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.