τσαλαπατώ
Προφορά
Ετυμολογία
τσαλαπατώ μεσαιωνική ελληνική τσαλαπατῶ• κατά Μ. Φιλήντα, από τη └φρ┘ἔξαλλα πατῶ• κατά Α. Κοραή, από τη └φρ┘λάξ πατῶ• κατά Κ. Πιλαβάκη, απο τη └φρ┘ἄτσαλα πατῶ• κατά Γ. Πάγκαλο, από το τσαλαχοπατῶ (τσάλαχο = θόρυβος)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τσαλαπατώ -άς, -ά
✦ ποδοπατώ: δυο – τρία άλογα τσαλαπατούσαν σκοτωμένους και ζωντανούς (Π. Πρεβελάκης)
✦ (μτφ. ) εξευτελίζω, περιφρονώ, δεν σέβομαι κάποιον ή κάτι: να μη νιώθεις πως σε τσαλαπατούν, πως σε περιφρονούν (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–