τσαλακώνω


τσαλακώνω
Προφορά

Ετυμολογία
τσαλακώνω κατά Μ. Φιλήντα ίσως από το διαλακκώ

Ερμηνεία
ρήμα τσαλακώνω

✦ διπλώνω κάτι, ώστε να σχηματίσει ζάρες, ζαρώνω, σουφρώνω: τσαλακώνω το φόρεμά μου – το χαρτί
(μτφ. ) στραπατσάρω ηθικά, εξευτελίζω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.