τσαλαβούτας


τσαλαβούτας
Προφορά

Ετυμολογία
τσαλαβούτας τσαλαβουτώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τσαλαβούτας

✦ που πατά στις λάσπες
(μτφ. ) απρόσεχτος στη δουλειά του, τσαπατσούλης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.