τσακωνικός


τσακωνικός
Προφορά

Ετυμολογία
###############################################################################################################################################################################################################################################################

Ερμηνεία
τσακωνικός

✦ -ή, -ό κ. τσακώνικος, -η, -ο επίθ. (Κ τσακωνικός, -ή, -όν) ο αναφερόμενος στους Τσάκωνες ή την Τσακωνιά (όν. τμήματος της επαρχίας Κυνουρίας)
✦ ουδ. το τσακώνικο ως ουσ., ο καρπός μιας ποικιλίας του δέντρου απιδιά η κοινή
✦ πληθ. ουδ. τα τσακώνικα ως ουσ., η διάλεκτος των Τσακώνων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.