τσακιστός


τσακιστός
Προφορά

Ετυμολογία
τσακιστός τσακίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ τσακιστός -ή, -ό

✦ σπασμένος, κοπανιστός: ελιές τσακιστές
✦ διπλωμένος: γιακάς τσακιστός
✦ φρ. δεν έχω δεκάρα τσακιστή, δεν έχω καθόλου χρήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.