τσακίρ


τσακίρ
Προφορά

Ετυμολογία
τσακίρ └τουρκ┘cakιrkeyf (= μισομεθυσμένος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το τσακίρ

✦ εύχρ. στη φρ. τσακίρ κέφι, έντονο κέφι, ευφορία από διασκέδαση που συνοδεύεται από κατανάλωση αλκοολούχων ποτών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.