τσίτα
Προφορά
Ετυμολογία
τσίτα └τουρκ┘cita (= στενή λωρίδα σανιδιού)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τσίτα
✦ ξύλινος πήχης
✦ κομμάτι ξύλου με το οποίο κρατείται κάτι τεντωμένο
✦ ξύλινο, διχαλωτό υποστήριγμα των σταφυλοφόρων κλαδιών του αμπελιού
✦ διακοσμητική ταινία που ράβεται στον ποδόγυρο, φάσα
✦ καρφοβελόνα (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–