τσίμπημα
Προφορά
Ετυμολογία
τσίμπημα τσιμπώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τσίμπημα
✦ νυγμός, κέντημα
✦ σύνθλιψη του δέρματος με τα δάχτυλα, που προκαλεί πόνο
✦ σύντομος και οξύς πόνος
✦ (για πουλιά) λήψη τροφής με χτυπήματα του ράμφους
✦ (για ψάρια) άρπαγμα του δολώματος από το αγκίστρι
✦ (μτφ. ) πρόχειρο φαγητό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–