τσίλια


τσίλια
Προφορά

Ετυμολογία
τσίλια └ιταλ┘ciglio (= φρύδι)• (πρβλ. └φρ┘aguzzare la ciglia (= παρατηρώ με προσοχή)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τσίλια

✦ συνήθ. στον πληθ. τσίλιες, η θέση του φρουρού σε ύποπτες επιχειρήσεις του υποκόσμου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.