τσίκνα


τσίκνα
Προφορά

Ετυμολογία
τσίκνα μεσαιωνική ελληνική τσίκνα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τσίκνα

✦ οσμή από κρέας ή άλλο φαγητό που ψήνεται: σφάξαν αρνιά, τα ψήσανε στις σούβλες, η χτίση πνίγηκε στην τσίκνα (Π. Πρεβελάκης) – ψήνανε τα ψάρια τους στη θράκα… κι η τσίκνα σου ‘σπαζε τη μύτη (Π. Πρεβελάκης)
✦ οσμή από καμένο φαγητό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.