τσέτουλα


τσέτουλα
Προφορά

Ετυμολογία
τσέτουλα └βενετ┘ cetola

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τσέτουλα

✦ μικρό ξύλο στο οποίο σημειώνονταν με εγκοπές οι επί πιστώσει αγορές τροφίμων
✦ φρ. έκοψα τσέτουλα, δεν πλήρωσα το αντίτιμο προμήθειας ή αμοιβή εργασίας κτλ.
✦ (ως επίρρ.) χωρίς πληρωμή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.