τσέτης
Προφορά
Ετυμολογία
τσέτης └τουρκ┘cete
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τσέτης
✦ στρατιώτης άτακτου στρατού, μέλος ανταρτικής ομάδας· ιδ. πληθ. τσέτες, Τούρκοι αντάρτες που έδρασαν εναντίον του ελληνικού στρατού κατά τη μικρασιατική εκστρατεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–