τσέπη


τσέπη
Προφορά

Ετυμολογία
τσέπη └τουρκ┘cep

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τσέπη

✦ εσωτερική ή εξωτερική θήκη σε γυναικείο ή ανδρικό ρούχο
✦ (συνεκδ.) η ποσότητα που χωράει σε μια τσέπη
✦ η γεν. τσέπης, ως προσδιορισμός αντικειμένου με μικρές διαστάσεις: βιβλίο τσέπης – κομπιούτερ τσέπης
✦ φρ. το ‘χω στην τσέπη, εξασφαλισμένο, βέβαιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.