τσάκισμα


τσάκισμα
Προφορά

Ετυμολογία
τσάκισμα τσακίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τσάκισμα

✦ σπάσιμο, θραύση
✦ πτυχή, τσάκιση
✦ καταβολή δυνάμεων, κόπωση
✦ επωδός ή μελωδική παρεμβολή σε τραγούδι, γύρισμα: με το τσάκισμα, με το λύγισμα, με το κράτημα… του τραγουδιού (Πετσάλης – Διομήδης)
✦ πληθ. τσακίσματα, λυγίσματα του κορμιού στο βάδισμα ή στο χορό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.