τσάγαλο


τσάγαλο
Προφορά

Ετυμολογία
τσάγαλο κατά Μ. Φιλήντα, ίσως από το διάγαλο (= γεμάτο γάλα) ή └τουρκ┘cagla (bademi)• κατά Φ. Κουκουλέ, από το επίθετο σύγαλο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τσάγαλο

✦ το χλωρό αμύγδαλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.