τρύπα


τρύπα
Προφορά

Ετυμολογία
τρύπα μεταγενέστερη ελληνική τρῦπα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τρύπα

✦ μικρό άνοιγμα σε επιφάνεια, οπή
(μτφ. ) φωλιά ζώου
✦ τρώγλη
✦ πολύ μικρός χώρος για δωμάτιο ή μαγαζί
✦ φρ. βουλώνω τρύπες, εξοφλώ χρέη – μια τρύπα στο νερό, κάτι εντελώς ανώφελο, ένα τίποτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.