τρόφιμος


τρόφιμος
Προφορά

Ετυμολογία
τρόφιμος αρχαία ελληνική τρόφιμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η τρόφιμος

✦ οικότροφος: τρόφιμος του παρθεναγωγείου
(μτφ. ) πρόσωπο που ζει σε ορισμένο, ιδ. κακό περιβάλλον: τρόφιμος των χαμαιτυπείων – των τεκέδων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.