τρόφιμα
Προφορά
Ετυμολογία
τρόφιμα αρχαία ελληνική τρόφιμα, πληθ. του αρχαίου ελληνικού τρόφιμον, └ουδ┘ του επιθέτου τρόφιμος
Ερμηνεία
τρόφιμα
✦ ουσ. κάθε ουσία, υγρή ή στερεή, που χρησιμεύει στη διατροφή του ανθρώπου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–