τρωκτικός
Προφορά
Ετυμολογία
τρωκτικός μεταγενέστερη ελληνική τρωκτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τρωκτικός -ή, -ό
✦ ο τρεφόμενος με σκληρές τροφές, που τις ροκανίζει
✦ πληθ. ουδ. τα τρωκτικά ως ουσ., τάξη θηλαστικών που με τα δυνατά τους δόντια μπορούν να κόβουν και τις σκληρότερες ουσίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–