τρωγλοδύτης


τρωγλοδύτης
Προφορά

Ετυμολογία
τρωγλοδύτης αρχαία ελληνική τρωγλοδύτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τρωγλοδύτης

✦ θηλ. τρωγλοδύτισσα που κατοικεί σε τρώγλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.