τρυφερότητα


τρυφερότητα
Προφορά

Ετυμολογία
τρυφερότητα αρχαία ελληνική τρυφερότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τρυφερότητα

✦ η ιδιότητα του τρυφερού, απαλότητα, αβρότητα
(μτφ. ) στοργή, ευαισθησία
✦ πληθ. τρυφερότητες, ερωτοτροπίες

Συνώνυμα

Αντίθετα
σκληρότητα, τραχύτητα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.