τρυφερίτσα


τρυφερίτσα
Προφορά

Ετυμολογία
τρυφερίτσα τρυφερός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τρυφερίτσα

✦ στη φρ. βγήκε στην τρυφερίτσα, πρωταρχίζει τις ερωτοδουλειές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.