τρυσμός


τρυσμός
Προφορά

Ετυμολογία
τρυσμός μεταγενέστερη ελληνική τρυσμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τρυσμός

✦ τερέτισμα, κελαηδισμός: ρέμβασα με μικρά μικρά τιτιβίσματα, κοασμούς, τρυσμούς (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.