τρυπητό


τρυπητό
Προφορά

Ετυμολογία
τρυπητό └ουδ┘ του επιθέτου τρυπητός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τρυπητό

✦ διάτρητο μαγειρικό σκεύος για το σούρωμα των φαγητών, το σουρωτήρι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.