τρυπητήρι


τρυπητήρι
Προφορά

Ετυμολογία
τρυπητήρι τρυπητήριον, υποκοριστικό του μεταγενέστερη ελληνική τρυπητήρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τρυπητήρι

✦ βελονοειδές εργαλείο που ανοίγει μικρές τρύπες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.