τρυγώ


τρυγώ
Προφορά

Ετυμολογία
τρυγώ αρχαία ελληνική τρυγῶ

Ερμηνεία
ρήμα τρυγώ -άς, -ά

✦ μαζεύω ώριμους καρπούς και ιδ. σταφύλια: τρυγούσανε το σταφύλι στ’ αμπέλια (Τ. Παπατσώνης)
✦ συγκομίζω μέλι από τις κυψέλες
(μτφ. ) απολαμβάνω κάτι: τρύγησα τις χαρές της ζωής
(μτφ. ) δεν αφήνω ανεκμετάλλευτο κάτι: Κι αν ο Παλαμάς τρύγησε όσο μπορούσε όλους τους πνευματικούς θησαυρούς μας (Γ. Σεφέρης)
(μτφ. ) αποκομίζω: τρύγησα κάμποσες πικρές εμπειρίες (Γ. Σεφέρης)
(μτφ. ) απολαμβάνω ερωτικά
✦ αποσπώ χρήματα, εκμεταλλευόμενος συναισθηματικές αδυναμίες, απομυζώ

Συνώνυμα
δρέπω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.