τρούλος


τρούλος
Προφορά

Ετυμολογία
τρούλος μεσαιωνική ελληνική τροῦλλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τρούλος

✦ θολωτή στέγη, ιδ. των εκκλησιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.