τροχαϊκός


τροχαϊκός
Προφορά

Ετυμολογία
τροχαϊκός μεταγενέστερη ελληνική τροχαϊκός

Ερμηνεία
επίθετο┘ τροχαϊκός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στον τροχαίο, ο χαρακτηριστικός του τροχαίου
✦ ο αποτελούμενος από τροχαίους ως ρυθμικές μονάδες: τροχαϊκό μέτρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.