τροχασμός


τροχασμός
Προφορά

Ετυμολογία
τροχασμός μεταγενέστερη ελληνική τροχασμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τροχασμός

✦ γρήγορος βηματισμός αλόγου, μεταξύ του βάδην και του τροχάδην

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.