τροχαίος
Προφορά
Ετυμολογία
τροχαίος αρχαία ελληνική τροχαῖος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τροχαίος -α, -ο
✦ ο σχετικός με τα τροχοφόρα: τροχαίο υλικό – τροχαία ατυχήματα
✦ θηλ. η Τροχαία ως ουσ., τμήμα της αστυνομίας που ρυθμίζει και εποπτεύει την κίνηση των τροχοφόρων
✦ αρσ. ο τροχαίος ως ουσ., στη μετρική, η δισύλλαβη ρυθμική μονάδα που έχει μακρά (τονισμένη) την πρώτη συλλαβή και βραχεία (άτονη) τη δεύτερη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–