τροφοτροπισμός
Προφορά
Ετυμολογία
τροφοτροπισμός τροφή + τροπισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τροφοτροπισμός
✦ φαινόμενο κατά το οποίο ορισμένα ζώα κατευθύνονται ενστικτωδώς σε τόπους όπου υπάρχει άφθονη, για τη συντήρησή τους, τροφή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–