τροφοδότηση


τροφοδότηση
Προφορά

Ετυμολογία
τροφοδότηση τροφοδοτώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τροφοδότηση

✦ παροχή τροφίμων, τροφοδοσία
(μτφ. ) η παροχή των αναγκαίων υλικών για συντήρηση ή λειτουργία: τροφοδότηση των μηχανών με καύσιμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.