τροφοδότης


τροφοδότης
Προφορά

Ετυμολογία
τροφοδότης μεσαιωνική ελληνική τροφοδότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τροφοδότης

✦ θηλ. τροφοδότρια ο επαγγελματίας χορηγητής τροφίμων
✦ όργανο με το οποίο δίνεται τροφή στις μέλισσες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.