τρουακάρ
Προφορά
Ετυμολογία
τρουακάρ └γαλλ┘ trois quarts (= τρία τέταρτα)
Ερμηνεία
επίθετο
└άκλιτο┘ τρουακάρ
✦ για ένδυμα που το μήκος του φτάνει περίπου μέχρι το μέσον του μηρού· για κάλτσες, που φτάνουν μέχρι το γόνατο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–