τροπολογία
Προφορά
Ετυμολογία
τροπολογία μεταγενέστερη ελληνική τροπολογία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τροπολογία
✦ τροποποίηση στη λεκτική διατύπωση ή στις λεπτομέρειες: έγιναν δεκτές ορισμένες τροπολογίες στο νομοσχέδιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–